δερματολογικός

δερματολογικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη δερματολογία: Οι δερματολογικές παθήσεις είναι πολύ συχνές σ’ αυτούς που χρησιμοποιούν απορρυπαντικά με γυμνά χέρια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δερματολογικός — ή, ό Ι. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δερματολογία II. επίρρ. δερματολογικώς σύμφωνα με τα πορίσματα τής δερματολογίας ή από δερματολογική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”