- δερματολογικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη δερματολογία: Οι δερματολογικές παθήσεις είναι πολύ συχνές σ’ αυτούς που χρησιμοποιούν απορρυπαντικά με γυμνά χέρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.